TRACeD – Διαδικτυακή βία κατά γυναικών και κοριτσιών: Πρόσφατη έρευνα αναδεικνύει την αδιαμφισβήτητη ανάγκη διεπιστημονικής κατάρτισης

Η πρόοδος της τεχνολογίας και η ευρεία χρήση του internet και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καθιστούν τις/ους χρήστ(ρι)ες πιο εκτεθειμένες/ους στη διαδικτυακή βία (τη βία, δηλαδή, που διευκολύνεται από την τεχνολογία). Αυτή η μορφή βίας επηρεάζει δυσανάλογα – και συχνά πιο τραυματικά – τις γυναίκες και τα κορίτσια. Τα στοιχεία της παγκόσμιας έρευνας που διεξήγαγε το “Plan International” το 2020, το αποδεικνύουν: είναι εντυπωσιακό ότι το 58% κοριτσιών και νεαρών γυναικών δήλωσαν ότι έχουν υποστεί βία στο διαδίκτυο, η οποία πολύ συχνά μπορεί να πάρει τη μορφή της καταδίωξης, της ρητορικής μίσους, της πλαστοπροσωπίας (μέσω της δημιουργίας fake προφίλ), του εκβιασμού ή και της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Η αναμφισβήτητη ανάγκη ευαισθητοποίησης και υποστήριξης των επιζωσών διαπιστώθηκε από το έργο TRACeD, το οποίο έχει ως στόχο την καταπολέμηση της βίας κατά των κοριτσιών και των νεαρών γυναικών στον κυβερνοχώρο. Στο πλαίσιο αυτό, διενεργήθηκε, κατά το διάστημα Μαΐου-Αυγούστου 2022έρευνα σε τέσσερις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Κύπρο και Σλοβενία), στην οποία συμμετείχαν γονείς, εκπαιδευτικοί, μαθήτριες, νεαρές γυναίκες αλλά και επαγγελματίες που εργάζονται με γυναίκες.

Μέσα από την έρευνα, αναδείχθηκαν η ανεπαρκής εκπαίδευση των παιδιών τόσο σε ζητήματα αντιμετώπισης της διαδικτυακής βίας, όπως για παράδειγμα η έγκαιρη αναγνώριση αλλά και διαχείριση τέτοιων περιστατικών, όσο και σε θέματα ασφαλούς πλοήγησης στο διαδίκτυο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι πολλά κορίτσια δήλωσαν πως διστάζουν να μοιραστούν περιστατικά διαδικτυακής βίας σεξουαλικού περιεχομένου με τους γονείς τους, τους συνομηλίκους τους ή τις κρατικές αρχές, καθώς φοβούνται την κριτική που πρόκειται να δεχθούν.

Από την άλλη, ενώ οι γονείς φαίνεται να έχουν επίγνωση του κινδύνου, παραδέχονται ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι δύσκολη, καθώς τα παιδιά τους είναι πολύ πιο εξοικειωμένα με την τεχνολογία σε σχέση με τους ίδιους. Παραδέχονται, επίσης ότι δυσκολεύονται να συζητήσουν μαζί τους θέματα που σχετίζονται με το σεξ, ενώ υπογραμμίζουν ότι η πλαστοπροσωπία, με τη μορφή ενηλίκων που παρουσιάζονται ως παιδιά, αποτελεί διαρκή απειλή. Επιπλέον, ενώ οι γονείς αναγνωρίζουν την ανάγκη επίβλεψης της διαδικτυακής δραστηριότητας των παιδιών τους, η χρήση γονικού ελέγχου μπορεί να πάρει πολλές και διαφορετικές μορφές και να εφαρμοστεί με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε γονιό, καθώς κάποιοι από αυτούς θεωρούν αυτά τα μέτρα επιβλαβή για τη σχέση εμπιστοσύνης που έχουν με τα παιδιά τους.

Τέλος, τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι επαγγελματίες ανέφεραν ότι τα σχολεία θα πρέπει να εφαρμόσουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές και πρωτόκολλα καθώς και να υιοθετήσουν ένα συνεκτικό και ολιστικό πρόγραμμα σπουδών που θα περιλαμβάνει τη σεξουαλική αγωγή, τις έννοιες του σεβασμού και της ταυτότητας φύλου, σε συνδυασμό με τον ψηφιακό γραμματισμό και θα απευθύνεται σε όλες τις ομάδες-στόχους, με έμφαση στους γονείς, τους δασκάλους και τα παιδιά.

Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Πρόγραμμα Πολίτες, Ισότητα, Δικαιώματα και Αξίες (CERV-2021-DAPHNE). Ωστόσο, οι απόψεις που εκφράζονται είναι μόνο του/των συγγραφέα/ών και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε η χορηγούσα αρχή μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για αυτά