Πολιτικές ‘απογραφειοκρατικοποίησης’ της Δημόσιας Διοίκησης, καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης-Πρόεδρος ΚΕΣΔ, Μαρία Μουσμούτη-Εκτελεστική Διευθύντρια ΚΕΣΔ

Η σχέση μεταξύ του νομοθετικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος, της ανταγωνιστικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς έχει αποτελέσει το αντικείμενο αυξανόμενου ενδιαφέροντος την τελευταία δεκαετία τόσο από διεθνείς οργανισμούς όσο και από εθνικές κυβερνήσεις. Παράλληλα με παραδοσιακά μέτρα ενίσχυσης της αγοράς, η «φιλικότητα» του θεσμικού περιβάλλοντος ως κίνητρο για την ανάπτυξη απέκτησε σταδιακά κεντρική θέση στη συζήτηση που αφορά τη λειτουργία της αγοράς. 

Οι συνέπειες που έχει το ρυθμιστικό περιβάλλον στη λειτουργία της αγοράς είναι εύκολα κατανοητή. Ειδικά σε χώρες με παράδοση θετικού δικαίου, όπως είναι η Ελλάδα, η νομοθετική παραγωγή έχει διαρκώς αυξανόμενα μεγέθη. Σύμφωνα με την Έκθεση Σπράου, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας κινδυνεύουν να αδρανοποιηθούν από την πληθώρα των ρυθμίσεων και νομοθετικών παρεμβάσεων. Η υπερρύθμιση που υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η μεγάλη αύξηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, γιγάντωσε το πρόβλημα. 
Η Παγκόσμια Τράπεζα, στην πρωτοβουλία Doing Business, κατατάσσει τη χώρα μας στην 107η θέση (μεταξύ 183 χωρών) με κριτήριο την «ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας». Ιδιαίτερα κακές επιδόσεις καταγράφονται σε ό,τι αφορά την αδειοδότηση των επιχειρήσεων (κατάταξη 149), στην καταχώρηση ακίνητης περιουσίας (153) και στην προστασία των επενδυτών (κατάταξη 154). Καλές επιδόσεις (49η θέση) καταγράφονται μόνο στη διαδικασία «κλεισίματος» της επιχείρησης (κατάταξη 49). 

Πρόσφατη μελέτη (υπό δημοσίευση από το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου) τεκμηριώνει με ποσοτικά δεδομένα την ανεξέλεγκτη ποσότητα των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων: από το 1975 μέχρι το 2005 η νομοθετική παραγωγή ανήλθε σε 3.430 κείμενα. Αν συνυπολογιστεί και το δευτερογενές δίκαιο (Προεδρικά Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις κλπ) ο αριθμός φτάνει τα 273.614 κείμενα, με τον όγκο του δευτερογενούς δικαίου να είναι ογδόντα τρεις φορές μεγαλύτερος από αυτόν των νόμων.

Η ιδιοτυπία της ελληνικής νομοθεσίας συνοψίζεται σε τρία κυρίως σημεία: α) στην επικράτηση των ειδικών έναντι των γενικών νόμων, δηλαδή των νόμων που ρυθμίζουν ειδικές καταστάσεις (71,32%) έναντι αυτών που οριοθετούν το γενικό πλαίσιο που πρέπει να διέπει συγκεκριμένους τομείς και δραστηριότητες β) το μεγάλο όγκο του δευτερογενούς δικαίου που δείχνει το βαθμό στον οποίο η λήψη αποφάσεων για την εφαρμογή του νόμου μεταφέρεται σε μεταγενέστερο χρόνο, και γ) τέλος, το μεγάλο αριθμό «λοιπών» ή «συναφών» διατάξεων που είναι στην ουσία άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου. Με βάση τα παραπάνω δεν προκαλεί έκπληξη το αποσπασματικό και κατακερματισμένο νομοθετικό περιβάλλον, οι ασάφειες και τα κενά της νομοθεσίας, και η δυσκολία στην πρόσβαση στο ισχύον δίκαιο που αντιμετωπίζει ο μέσος πολίτης. 

Είναι πολλές οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται για τη βελτίωση του νομοθετικού περιβάλλοντος. Η πολιτική Καλής Νομοθέτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει συγκεκριμένες ενέργειες και δράσεις με σκοπό την παραγωγή καλύτερης ποιότητας ρυθμίσεων, την κωδικοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου και την απλούστευσης του ισχύοντος δικαίου. Το Πρόγραμμα Δράσης για τη Μείωση των Διοικητικών Βαρών που έχει ξεκινήσει από τις αρχές του 2007 αποτελεί σχέδιο για τη μείωση της γραφειοκρατίας κατά 25% μέχρι το 2012 τόσο σε επιλεγμένα κοινοτικά νομοθετήματα όσο και σε νομοθετήματα στα κράτη μέλη. Κράτη μέλη όπως η Ολλανδία ή το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη επιτύχει τους εθνικούς στόχους τους και μελετούν τις επιπτώσεις της γραφειοκρατίας στους πολίτες. 

Η Ελλάδα έχει θέσει στόχο τη μείωση της γραφειοκρατίας κατά 25% μέχρι το 2013, στόχο που αποτελεί και διαρθρωτικό δείκτη του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη τεθεί σταθερά θεμέλια με τη διαμόρφωση ειδικής μεθοδολογίας για τη μέτρηση των διοικητικών βαρών, τη διενέργεια πιλοτικών μετρήσεων, τη δημιουργία συστήματος διαχείρισης γνώσης για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων, την εκπαίδευση στελεχών της διοίκησης, τη δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τη διευκόλυνση της διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους. Πρέπει όμως να προχωρήσουν με ταχείς ρυθμούς οι περαιτέρω δράσεις. Στο βαθμό που υφίσταται τόσο ο συνολικός σχεδιασμός όσο και η χρηματοδότηση, μέσω του ΕΠ. Διοικητική Μεταρρύθμιση, είναι κρίσιμο, ιδίως σε τέτοιες περιόδους βαθιάς κρίσης, να αναληθφεί άμεση και αποτελεσματική δράση.